- πυγμαχίη
- πυγ-μαχίη: boxing, Il. 23.653 and 665.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πυγμαχίῃ — πυγμαχία boxing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχία — η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α [πυγμάχος] άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική τού οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π.… … Dictionary of Greek